μακινάρω

μακινάρω
[μάκινα]
κατεργάζομαι κάτι με μηχανή, ιδίως καθαρίζω τη σταφίδα από τους μίσχους και τα άλλα ξένα σώματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμακινάριστος — η, ο [μακινάρω] 1. αυτός που δεν τόν επεξεργάστηκαν με μηχάνημα ή αυτός που δεν επιδέχεται μηχανική επεξεργασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”